- επάνοδος
- η (AM ἐπάνοδος)1. επιστροφή, γυρισμός («ἐπανόδου τῆς εἰς τὴν Ἑλλάδα παρεσκευασμένης αὐτῷ», Πλούτ.)2. γυρισμός στην πατρίδανεοελλ.σχήμα λόγου κατά το οποίο επαναλαμβάνουμε σε ένα τμήμα λόγου (πρόταση, περίοδο κ.λπ.) τις λέξεις τού προηγούμενου, αλλά με αντίστροφη τάξηαρχ.1. πορεία προς τα πάνω, άνοδος («εἰς τὸν ἥλιον ἐπάνοδος», Πλάτ.)2. ανάταση τής ψυχής3. (για λόγο) ανακεφαλαίωση («προοίμιον δὲ καὶ ἀντιπαραβολὴ καὶ ἐπάνοδος ἐν ταῑς δημηγορίαις», Αριστοτ.)4. διεξοδικότερη πραγμάτευση ενός σημείου.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άν-οδος].
Dictionary of Greek. 2013.